Το Θέατρο της Δωδώνης
Το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης στην Ήπειρο είναι από τα μεγαλύτερα
και καλύτερα σωζόμενα αρχαία ελληνικά θέατρα. Η χωρητικότητα του θεάτρου είναι
18.000 θεατές.
Το θέατρο της Δωδώνης αποτελούσε τμήμα του πανελλήνιου ιερού της
Δωδώνης και κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από τον βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο
(297-272 π.Χ.) που θέλησε με αρχιτεκτονικά μνημεία και οικοδομήματα να στολίσει
τις περιοχές του βασιλείου του. Την ίδια εποχή κατασκευάστηκε και το μικρό θέατρο
της αρχαίας Αμβρακίας.
Το τεράστιο κοίλο του θεάτρου διαμορφώθηκε σε φυσική κοιλότητα στους
πρόποδες του όρους Τόμαρος. Επειδή ήταν μεγαλύτερο σε διαστάσεις, δημιουργήθηκε
επίχωση, την οποία συγκρατούσαν αναλημματικοί τοίχοι, κτισμένοι κατά το ισοδομικό
σύστημα και ενισχυμένοι με έξι πύργους, που προσδίδουν στην πρόσοψη του θεάτρου
μνημειακό χαρακτήρα. Οι δύο πλησιέστεροι προς την ορχήστρα πύργοι ήταν μεγαλύτεροι
από τους άλλους, καθώς χρησίμευαν και ως κλίμακες για την άνοδο των θεατών στο άνω
διάζωμα. Το κοίλο χωριζόταν με τέσσερις οριζόντιους διαδρόμους σε τρία τμήματα
(19 σειρές εδωλίων το κάτω, 15 το μεσαίο και 21 το επάνω) και με δέκα κλίμακες σε
εννέα κερκίδες.
Η κατώτερη σειρά εδωλίων ήταν η λεγόμενη προεδρία, είχε λίθινα καθίσματα
και προοριζόταν για τα επίσημα ή τιμώμενα πρόσωπα. Η πρόσβαση των θεατών στο κοίλο
γινόταν με μεγάλες κλίμακες, που ξεκινούσαν από τις παρόδους, και η αποχώρησή τους
από πλατιά έξοδο στην κορυφή της κεντρικής κερκίδας. Η ορχήστρα δεν αποτελούσε ολόκληρο
κύκλο και είχε διάμετρο 18,70 μ. Στο κέντρο της ένας λαξευμένος βράχος αποτελούσε
τη βάση του βωμού του Διονύσου, της θυμέλης. Η σκηνή του θεάτρου ήταν διώροφο, ορθογώνιο
κτήριο με ισοδομική τοιχοποιία και διαστάσεις 31,20 x 9,10 μ. Στις άκρες του υπήρχαν
δύο τετράγωνες αίθουσες, τα παρασκήνια, και μεταξύ αυτών τέσσερις πεσσοί. Στη νότια
και βόρεια πλευρά της σκηνής διαμορφώθηκαν δωρικές στοές, οι οποίες περιέβαλλαν
το δρόμο που οδηγούσε προς το ιερό, ενώ στο ανατολικό και δυτικό άκρο υπήρχαν οι
πάροδοι, από τις οποίες εισέρχονταν οι θεατές και οι ηθοποιοί στην ορχήστρα.
Το μαντείο στην
αρχή ήταν υπαίθριο, με μια βελανιδιά (ιερή φηγός), που γύρω είχε έναν περίβολο από
χάλκινους λέβητες πάνω σε τρίποδες, οι οποίοι με τους ήχους που έκαναν όταν χτυπούσαν
μεταξύ τους αλλά και σε συνδυασμό με το θρόισμα των φύλλων του δέντρου και άλλους
ήχους (περιστέρια, πηγή κτλ.) έδιναν τους χρησμούς, τούς οποίους ερμήνευαν οι ιερείς
Πελειαί. Σύμφωνα με μια νέα ερμηνεία, ο μαντικός ήχος προερχόταν χάλκινα αντικείμενα
παρόμοια με τα κινέζικα wind chimes που κρεμόντουσαν στην βελανιδιά και ηχούσαν
με το φύσημα του ανέμου.[1] Οι ιερείς δεν έπλεναν ποτέ τα πόδια τους και σέρνονταν
στο χώμα για να έχουν επαφή με τη γη.
Στις ρίζες της βελανιδιάς, στην αρχή
πιστευόταν ότι κατοικούσε η Γαία, αλλά με το Δωδεκάθεο αντικαταστάθηκε από το Δία
και τη γυναίκα του Διώνη. Λεγόταν και Νάιος Δίας από το αρχαιοελληνικό «ναίω»=κατοικώ,
γι’ αυτό και οι αγώνες που διεξάγονταν προς τιμή του κάθε 4 χρόνια στο κοντινό στάδιο
λέγονταν Νάια.
Στο τέλος του 5ου αιώνα χτίστηκε ένας μικρός ναός, όπου φυλάγονταν
τα αφιερώματα των προσκυνητών. Οι προσκυνητές έδιναν την ερώτησή τους γραμμένη σε
ένα έλασμα (φύλλο μαλακού μετάλλου - μολύβδου), αλλά η απάντηση συνήθως τους δίνονταν
προφορικά. Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., ο περίβολος με τους λέβητες αντικαταστάθηκε
από έναν πιο ευρύχωρο χαμηλό πέτρινο περίβολο. Εφόσον εκεί κατοικούσε ο Δίας και
το σύνολο έμοιαζε με σπίτι, ο χώρος ονομάστηκε Ιερά οικία.
Στα χρόνια του Πύρρου (312-272 π.Χ.)
χτίζονται στοές γύρω – γύρω, εκτός από την πλευρά της φηγού. Στο ναό και στις στοές
φυλάγονταν τα αφιερώματα των πιστών. Εκείνη την εποχή χτίζονται και πολλά άλλα κτίρια:
βουλευτήριο, πρυτανείο, θέατρο κτλ. και η Δωδώνη γίνεται για ένα διάστημα πρωτεύουσα
των Ηπειρωτών.
Μετά το θάνατο του Πύρρου και το γκρέμισμα
του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., επιδιορθώθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας
Φίλιππο Ε' και επεκτάθηκε αποκτώντας και άλλους χώρους, κολώνες κτλ. Τότε πήρε και
την τελική του μορφή, ενώ κατά τον Παυσανία, η φηγός υπήρχε ακόμη.
Το 167 π.Χ., το ιερό, όπως και άλλες 70 ηπειρωτικές πόλεις, καταστράφηκε
από τους Ρωμαίους με επικεφαλής τον Αιμίλιο Παύλο, αλλά ανοικοδομήθηκε πάλι από
τον Αύγουστο μόλις το 31, μετά τη νίκη του στο Άκτιο, ο οποίος και μετέτρεψε και
το θέατρο σε αρένα. Από τότε όμως δεν άκμασε ξανά. Ένας από τους τελευταίους χρησμούς
σε επίσημο πρόσωπο ήταν αυτός που ζητήθηκε από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη για την
εκστρατεία του κατά των Πάρθων το 362.
Στα βυζαντινά χρόνια, κατά τη βασιλεία
του Θεοδόσιου Α' το 391, κάποιος έκοψε το ιερό δέντρο και το ιερό εγκαταλείφθηκε,
ενώ πάνω στα ερείπιά του χτίστηκε χριστιανική εκκλησία.
Οι τελευταίες μαρτυρίες χρονολογούνται
από τον 6ο αιώνα, όταν επιδρομές βαρβάρων ερήμωσαν την περιοχή και με τον καιρό
η λάσπη από τις πλαγιές του Τόμαρου σκέπασε τα πάντα.
Το μνημείο ανασκάφηκε αρχικά από τον αρχαιολόγο Κ. Καραπάνο, το
1875-1878. Αργότερα, ερεύνησαν το χώρο ο καθηγητής αρχαιολογίας Δ. Ευαγγελίδης με
τον Σ. Δάκαρη (1929-1932), οι οποίοι συνέχισαν την ανασκαφική τους δραστηριότητα
μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμβάλλοντας και στην αναστήλωση του θεάτρου.