Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Ενδυματολογία - Μάσκες

ΜΑΣΚΕΣ
Οι αρχικές του μεταμφιέσεις είναι κυρίως από το ζωικό βασίλειο, χρησιμοποιώντας ολόκληρα κεφάλια ζώων και τις προβιές τους. Αυτές είναι οι πρώτες μάσκες, ακολουθούν οι φυτικές, αφού και τα φυτά σαν ύπαρξη έχουν κάτι μαγικό και μυστήριο για τον πρωτόγονο άνθρωπο. Όσοι τολμούν να τη φορέσουν, με τη δύναμή της μεταμορφώνονται και βγαίνει από μέσα τους ο μάγος, η μαγωδία, ο σεβαστός ιερέας.

Ας φανταστούμε, λοιπόν, μια μάσκα αρχαίου ελληνικού δράματος: ελαφρύ κεραμικό ζωγραφισμένο, τονισμένα μάγουλα και πιγούνι, στο μέτωπο ζωγραφισμένα μαλλιά σαν σαλιγκαράκια, τα μάτια στεφανώνονται από γαϊτανόφρυδα, οι βλεφαρίδες ζωγραφισμένες γλαφυρά μία μία, αλλά οι κόρες δύο τρύπες άδειες.
Στη μύτη άλλες δύο τρύπες, τα ρουθούνια, και ένα μεγάλο άνοιγμα, το στόμα, σχηματίζοντας το γέλωτα. Σχεδόν φελινικά υγραίνονται στο βάθος οι κόρες των ματιών, τα ρουθούνια ζεσταίνονται και το στόμα που έχει τόσο άνοιγμα για να χωρέσει ο πλούτος της αλφαβήτου εκβάλλει το λόγο.
Είναι εκεί «αυτό» που σημαίνει φως και θα ποιήσει το ήθος, ο ηθοποιός.
Οι πρώτες απόπειρες μασκοφορίας και μεταμφίεσης των θιάσων του Διονύσου ονομάζονταν Μαιναδικοί. Οι θίασοι αυτοί απαρτίζονταν κυρίως από γυναίκες που μιμούνταν τις πρώτες μυθικές Βακχίδες, Μαινάδες ή Θυάδες.
Οι άντρες ντύνονταν Σιληνοί ή και Σάτυροι και ο Ιερέας ταυτιζόταν με τον Διόνυσο. Φόραγαν δέρματα ζώων και στα κεφάλια του έβαζαν στεφάνια από τα ιερά φυτά του Διονύσου (άμπελος – κισσός), οι γυναίκες κρατούσαν θύρσο, ένα ραβδί στεφανωμένο με ένα κουκουνάρι και στολισμένο με φύλλα κισσού και κλήματος.Εβαφαν τα πρόσωπά τους (αρχική μορφή μάσκας) με κατακάθια από το πρώτο κόκκινο κρασί της χρονιάς. Αυτό ήταν… με τους ήχους από τα τύμπανα (τουμπάκια), τους αυλούς και τους άσκαυλους (τσαμπούνες) μεταπηδούσαν στην έκσταση και «έβγαινε ο θεός από μέσα
τους».
Η ανθρώπινη μάσκα τελειοποιείται από άποψη κατασκευής από τον Χόρηλο και αργότερα ο Φρύνιχος κατασκευάζει τη γυναικεία μάσκα που πραγματικά βολεύει, αφού οι γυναίκες δεν παίζουν θέατρο κατά τους αρχαίους θεσμούς και οι ρόλοι παίζονται μόνο από άντρες. Φυσικά, δεν έλειψαν και οι θεότητες με τις μάσκες, αφού ο αρχαίοι Ελληνες θέλουν να έχουν πάντα τον «ειδικευμένο» θεό τους. Έτσι παρουσιάζονται οι μούσες προστάτιδες. Αυτές μεταπηδούν από θεότητες των νερών σε θέσεις θεοτήτων του πολιτισμού.

Θάλεια και Μελπομένη είναι οι προστάτιδες του θεάτρου.
Η Θάλεια προστάτιδα της βουκολικής ποίησης και κωμωδίας εμφανίζεται με το προσωπείο του κωμικού ηθοποιού και το κεφάλι της είναι στολισμένο με κισσό (σύμβολο του Διονύσου). Ταυτίζεται με τις γιορτές «κατ’ αγρούς Διονύσια».
Η Μελπομένη είναι η προστάτιδα της αρμονίας και του τραγουδιού, σχετίζεται με τον Μελπόμενο Διόνυσο που ήταν αρχηγός των μουσικών πριν από τον Απόλλωνα.
Ο Διόνυσος της ανέθεσε την προστασία της τραγωδίας. Εμφανίζεται στολισμένη στο κεφάλι με στεφάνι αμπέλου και κρατά το τραγικό προσωπείο του Ηρακλή. Μέσα από τα τύμπανα, τους αυλούς, τις τσαμπούνες, τους χορούς, η μάσκα δεν σταμάτησε να εξελίσσεται.
Ο Αισχύλος κάνει ένα σημαντικό βήμα, προσθέτει στην κατασκευή της μάσκας φυσική και τεχνητή κόμμωση. Δηλαδή, ένα είδος περούκας, ποστίς.
 Αυτό το ποστίς στηριζόταν στο μέτωπο της μάσκας αλλά και στα πλάγια, πολλές φορές εκτεινόταν και στο πίσω μέρος της κεφαλής. Τα ποστίς δεν ήταν άγνωστα στην αρχαία Ελλάδα. Σίγουρα δεν είχαν την απόλυτη έκφραση και έκταση όπως στην αρχαία Αίγυπτο όπου ξύριζαν τα κεφάλια τους και φορούσαν ολόκληρη περούκα.
Οι μάσκες του θεάτρου έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν ελαφρές, κατασκευάζονταν κυρίως από κανναβόπανο ή από ελαφρύ πηλό, τη βάση της μάσκας πέρναγαν με διάφορα επιχρίσματα και τις τελείωναν ζωγραφίζοντάς τις. Τα ανοίγματα των ματιών ήταν όσο η κόρη των κανονικών οφθαλμών, ενώ το υπόλοιπο του ματιού ήταν ζωγραφισμένο. Τα ρουθούνια έπρεπε να αφήνουν τόσο άνοιγμα ώστε να ανασάνει άνετα ο ηθοποιός. Όσο για το στόμα έπρεπε να είναι τόσο το άνοιγμά του ώστε η άρθρωση να φτάνει στον θεατή καθαρή. Λέγεται ότι πίσω από το στόμα της μάσκας τοποθετούσαν ένα μικρό κυλινδροειδές χωνί, κάτι σαν επιστόμια ντουντού, είδος μεγάφωνου που δυνάμωνε τη φωνή του ηθοποιού και την έκανε να φτάνει και στο πιο απομακρυσμένο σημείο.
Πώς προσδιορίζονταν οι ηλικίες εκτός από την έκφραση της μάσκας; Από τα μαλλιά της περούκας! Δηλαδή, ξανθά για τους νέους ρόλους, μαύρα για ώριμους και μεσήλικες, λευκά για τους γέροντες.
Οι μάσκες, όμως, αυξήθηκαν και πληθύναν και εκτός από τους απλούς τύπους μπήκαν στη λίστα των χαρακτήρων και οι Επώνυμοι.

Tα Ενδύματα

H παρουσίαση και η σκηνική ολοκλήρωση ενός έργου στο αρχαίο Ελληνικό θέατρο περιλάμβανε και τη σκευή των υποκριτών (κοστούμι, μάσκα, υπόδημα), απαραίτητο στοιχείο της διδασκαλίας που ανάγεται στη λατρεία του Διονύσου και ενσωματώθηκε στην παράσταση ως σημασιολογικό και λειτουργικό στοιχείο της. O σκευοποιός, ο κατασκευαστής της σκευής, ήταν κατά τον Αριστοτέλη σημαντικότερος για την προετοιμασία της «όψης» και από τον ίδιο τον ποιητή.

H πατρότητα της ουσιαστικής αναβάθμισης της σκευής στην αρχαία τραγωδία ανήκει στον Aισχύλο, που πιστεύεται ότι διακόσμησε με μεγαλοπρεπή τρόπο το θέατρο και προσδιόρισε συγκεκριμένα κοστούμια στους ηθοποιούς. Tο  χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ τα τραγικά έργα αναφέρονταν σε προηγούμενες εποχές και σε μυθολογικά κατά βάση θέματα, η θεατρική σκευή ήταν κατά καν να σύγχρονη της εποχής που παίχτηκαν οι τραγωδίες.

Tα βασικότερα κοστούμια της τραγωδίας ήταν τα επιβλήματα (ιμάτιον, χλαμύς κ.λ.π.) και οι πολύχρωμοι χιτώνες. Tο ιμάτιον συνίστατο από ένα επίμηκες ύφασμα μετασχηματιζόμενο σε ένα σχετικά μακρύ ένδυμα που ενίοτε κάλυπτε και τα χέρια, κοινό για άντρες και γυναίκες. H χλαμύς, πιο κοντή και με πόρπη στους ώμους, συνηθιζόταν κυρίως ως κοστούμι εφήβων.



O τραγικός χιτών ήταν ένα μεγαλοπρεπές πολύχρωμο ένδυμα που έφθανε έως τον αστράγαλο ή κάλυπτε ακόμη και τα πόδια (σύρμα). O Σοφοκλής ακολούθησε τις βασικές ενδυματολογικές αρχές του Αισχύλου, ενώ ο Ευριπίδης εισήγαγε το φτωχό έως και εξαθλιωμένο ένδυμα σε πολλά έργα του, δεχόμενος τη σκωπτική κριτική του Αριστοφάνη.

Στην Αρχαία και Μέση Κωμωδία εχρησιμοποιείτο συνήθως το σωμάτιον, ένα εφαρμοστό μάλλινο ρούχο στο χρώμα του δέρματος με παραγεμίσματα στην κοιλιά και στα οπίσθια και με ενσωματωμένο ένα δερμάτινο φαλλό. Σε άλλες περιπτώσεις φορούσαν ζωόμορφα ενδύματα (όρνιθες, σφήκες, βάτραχοι κ.λ.π.) ως κληρονομιά από τις διονυσιακές γιορτές, ενώ σπανιότερα εμφανίζονταν ο κωμικός χιτών, η εξωμίς και τα κωμικά επιβλήματα.


Αργότερα στις αρχές του 3ου π.X. αιώνα στην Κάτω Ιταλία ήκμασε ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, η κωμωδία των φλυάκων, της οποίας τα φαλλικά κοστούμια έμοιαζαν αρκετά με εκείνα της αρχαίας αττικής κωμωδίας. Από τις λιγοστές πληροφορίες για τα κοστούμια του σατυρικού δράματος έχει διατυπωθεί η άποψη τι συνδύαζαν ενδύματα τραγωδίας με κοντά εφαρμοστά παντελόνιαν (περιζώματα) που έφεραν φαλλό και ουρά.
Εκτός από αυτά τα βοηθήματα εφηύραν και άλλα όπως οι κόθορνοι, ψηλοπλάτφορμα παπούτσια, ώστε να ψηλώνουν οι ηθοποιοί, όπως και μεγεθυμένες, επιμηκυμένες μάσκες ώστε με τις πολύ εκφραστικές κινήσεις τους να φαίνονται και να ακούγονται μέχρι το θεατή της τελευταίας κερκίδας.
Αυτά συνέβαιναν στην τραγωδία, στην κωμωδία όμως, όπου τα δρώμενα έπρεπε να είναι πιο γραφικά, τα προσωπεία είχαν πλήθος εκφράσεων, ρυτίδες, μορφασμούς.
Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές ο κόθορνος στην τραγωδία ονομάζεται και εμβάτης και στην κωμωδία εμβάδα, σε αντίθεση προς τον Πολυδεύκη που αναφέρει ως εμβάτες τα υποδήματα της κωμωδίας. Oι ενδυμασίες του Ρωμαϊκού θεάτρου, με την πολυτέλεια και την πολυχρωμία που τις χαρακτήριζε, έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στον εντυπωσιασμό των θεατών και τυπολογικά αποτελούσαν συνέχεια των ενδυμάτων του αρχαίου Ελληνικού θεάτρου.




ΜΑΘΗΤΕΣ: ΤΣΑΝΑΚΤΣΙΔΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑ, ΧΑΤΖΗΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΘΕΝΙΑ, ΤΑΚΗ ΙΩΑΝΝΑ, ΡΑΧΜΑΝΙΔΟΥ ΕΦΗ, ΣΑΛΤΙΔΟΥ ΜΑΡΙΑΝΘΗ, ΣΤΑΡΙΤΣΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου